Το Λυκόφως των θεών
O Γιώργος Ψάλτης, ήδη γνωστός στο κοινό της τέχνης και των γραμμάτων από τις ποιητικές του συλλογές Επιστροφή στην ενιαία χώρα, Μη σκάψετε παρακαλώ εδώ είναι θαμμένος ένας σκύλος, και Παναγιές Ελένες, επανέρχεται στα καλλιτεχνικά πράγματα με μια ενδιαφέρουσα θεατρική πρόταση.
Πρόκειται για το έργο του Σπόροι παπαρούνας, που εκκινεί από βιογραφικό υλικό γύρω από τον Άντολφ Χίτλερ και εκφράζει καίριους στοχασμούς για τον παραμορφωμένο ψυχισμό που νομιμοποιεί το κακό, το αυταρχικό Υπερεγώ που τραυματίζει τη θέληση, την ιδεολογική παράνοια, που κατασκευάζει μυθεύματα περί φυλετικής και εθνικής καθαρότητας, για το αίσθημα της μειονεξίας και της ανασφάλειας, που μπορεί εν τέλει να αναγάγει την καταστροφή σε μοναδικό λόγο και βεβαιότητα της ύπαρξης.
Ο συγγραφέας μέσα από ένα αλυσιδωτό σχήμα συλλογισμών, που λαμβάνει υπόψη αλλά και υπερβαίνει ερμηνείες με όρους γεωπολιτικής, ιστορικών συμφερόντων, ηθικής και δικαίου -εννοούμενων άλλωστε, πολλαπλώς, στον ραγδαία μεταβαλλόμενο σύγχρονο κόσμο- οδηγεί τον θεατή στην αναζήτηση της μήτρας που γεννά τα φαινόμενα αλλά και τη συνειδητοποίηση της ατομικής ευθύνης απέναντι στην Ιστορία: «ΠΑΟΛΑ: Να βλέπει ο καθένας τον εαυτό του. […] Το θέμα είναι: εμείς, ξέρουμε προς τα πού πρέπει να κοιτάμε;»
Το έργο είναι γραμμένο σε μορφή διαδοχικών μονολόγων. Ο Γιώργος Ψάλτης συγκεντρώνει το αφηγηματικό υλικό με την ακρίβεια του ιστοριοδίφη και κάνει χρήση βιογραφικών πηγών γύρω από τη ζωή του Χίτλερ, επιλέγοντας να δώσει έμφαση στα βιώματα εκείνα που επέτρεψαν τη μετάλλαξη της δημιουργικής δύναμης σε καταστροφική μανία. Τρείς γυναίκες από το περιβάλλον του Φύρερ, η αδελφή του Πάολα, η ετεροθαλής αδελφή του Άντζελα και η Στέφανι, ο μεγάλος εφηβικός του έρωτας, αφηγούνται σκηνές από τα πρώτα χρόνια της ζωής του, τις σχέσεις του με τις ίδιες, αλλά και με την μητέρα του, Κλάρα, και τον πατέρα του, Αλόις. Ανασύροντας από τη μνήμη τους οικογενειακά γεγονότα, φωτίζουν πτυχές του χαρακτήρα του, συμπληρώνουν το παζλ της γεμάτης αντινομίες προσωπικότητας του δικτάτορα και υποδεικνύουν τον μηχανισμό που μπορεί να μεταβάλει σε τέρατα ακόμα και ευαίσθητους -υπό άλλες συνθήκες- ανθρώπους. Έτσι, τα ιδεολογικά και ιστορικά συμφραζόμενα της εποχής, ο ναζισμός και οι θηριωδίες του, διαπερνούν τον πυρήνα του δραματικού μύθου χωρίς όμως να αποτελούν αντικείμενο αφήγησης στο έργο.
Οι καταιγιστικοί μονόλογοι μεταφέρουν εικόνες βιαιότητας του αυταρχικού και αλκοολικού πατέρα, που επεδίωκε να επιβάλει στον γιο του τις προσωπικές του εμμονές ως τρόπο ζωής. Ο Αλόις, τελωνειακός υπάλληλος, θεωρούσε τη σταδιοδρομία του δημοσίου υπαλλήλου ως τη μόνη ενδεδειγμένη για τον Άντολφ. Τα σχέδια του Άντολφ να σπουδάσει ζωγραφική απαξιώθηκαν, όπως και κάθε άλλη καλλιτεχνική του προδιάθεση. Ο σύνδεσμός του με την αδύναμη και συναισθηματικά ανάπηρη μητέρα αποδείχθηκε ανίσχυρος να μεταβάλει τη ροή των πραγμάτων. Ο φλογερός έρωτάς του για την ταξικά ανώτερη Στέφανι δεν εκπληρώθηκε, ενώ η σχέση με την αδελφή του Άτζελα και τον άντρα της βιώθηκε από τον ίδιο ως μόνιμη απειλή και έτσι περιγράφεται στον μονόλογο της ίδιας της ηρωίδας. Τα υπόλοιπα ακολουθούν. Το βάρος της μειονεξίας γίνεται μίσος που ξεθυμαίνει στο έγκλημα. Η μουσική του Βάγκνερ -για την οποία, πράγματι, παθιάζεται ο Χίτλερ- ερμηνεύεται ως ύμνος στο μυθικό ηρωικό γερμανικό παρελθόν. Η αρχιτεκτονική -την οποία επιχείρησε να σπουδάσει- αναδεικνύεται σε λαμπρό πεδίο επίδειξης μεγαλείου και δύναμης. Στη φαντασίωσή του, άλλωστε, ο Άντολφ καλπάζει παντοδύναμος, ικανός να ισοπεδώσει τα πάντα.
Παράλληλα, οι μονολογικές αφηγήσεις στο έργο διανθίζονται με λεπτομέρειες, δευτερεύοντα περιστατικά και καταγεγραμμένο ανεκδοτολογικό υλικό, που ακτινογραφούν το κλίμα της εποχής, προσθέτοντας τόνους οικειότητας και ενισχύοντας τη θεατρικότητα του έργου. Χαρακτηριστική είναι, βέβαια, η αφήγηση για το αγαπημένο κέικ με σπόρους παπαρούνας του Φύρερ -από το οποίο μάλιστα ο Γιώργος Ψάλτης εμπνεύστηκε τον τίτλο του έργου του.
Όλα θα μπορούσαν να έλκουν τελικά την καταγωγή τους από τα προσωπικά αδιέξοδα και την αδυναμία, που γεννά την επιθετικότητα. Ο συγγραφέας όμως δεν εξαντλεί το θέμα του στη βιογραφική αφήγηση ή την ψυχολογική προσέγγιση των πραγμάτων αλλά επιχειρεί να διεισδύσει περαιτέρω στην ουσία τους, προβάλλοντας φιλοσοφικούς στοχασμούς ως εσχάτη και πιο αποκαλυπτική πράξη του δράματος.
Το έργο κλιμακώνεται με τους τελευταίους μονολόγους, της Άντζελα, της Στέφανι και της Πάολα, που συνθέτουν από μόνοι τους μια πολυφωνία. Οι ηρωίδες θέτουν πλέον θεμελιώδη ερωτήματα για το καλό, το κακό και τη ρίζα τους, τον πόλεμο, τον θρησκευτικό φανατισμό και την εθνικιστική έξαρση, τις υπόγειες συνδέσεις της πολιτικής με την ηθική, της οικογένειας με τη κοινωνία. Επιχειρώντας οι ίδιες να δώσουν απαντήσεις, καταλήγουν σε πολλαπλά ερμηνευτικά σχήματα, που απορρέουν από διαφορετικές οπτικές των ίδιων φαινομένων, φέρνοντας τον θεατή αντιμέτωπο με την πραγματική έλλειψη μιας γενικευμένης ηθικής στον νεωτερικό κόσμο. Με το αιτιολογικό, άλλωστε, της έμφασης στο ατομικό υποκείμενο, ο πλουραλισμός των ηθικών αντιλήψεων έχει καταστεί αναγκαιότητα.
Ο συγγραφέας, διευρύνοντας βαθμηδόν τη βάση της συλλογιστικής του, ανάγεται εν τέλει στο ζήτημα της πρόσληψης του ξένου ως εισβολέα, στην οποία πολύ εύστοχα διαβάζει και συνοψίζει την ιστορία της ανθρωπότητας μέσα από τον μονόλογο της Άντζελα: Από πολύ παλιά/ από τότε που έβγαιναν για κυνήγι·/οι άνθρωποι δεν τους ήθελαν τους ξένους./Ήταν αντίπαλοι./ Έτσι ξεκίνησαν οι πόλεμοι./Απ’ όταν οι άνθρωποι κυνηγούσαν/και δεν ήθελαν ξένους στα μέρη τους./Όλοι τα ίδια ζούμε, άλλοι μέσα στο σπίτι μας,/άλλοι έξω – στην κοινωνία.
Πέραν όμως από το αρκετά πλούσιο ιδεολογικό του περιεχόμενο, το έργο Σπόροι παπαρούνας κατακτά τον θεατή με τον εύστοχο τρόπο χρήσης παράλληλων μονολόγων χωρίς λεκτική ανταλλαγή. Κύριος συνδετικός κρίκος, που διασφαλίζει τις επικοινωνιακές σχέσεις, είναι ο ίδιος ο δικτάτορας που, ενώ απουσιάζει, η παρουσία του διαρκώς εκκρεμεί.
Ανάλογες περιπτώσεις αποκλειστικής χρήσης μονολόγων απαντούν αρκετά συχνά στη σύγχρονη δραματική παραγωγή, η οποία δεν χρειάζεται τη θεατρική σύμβαση για να λειτουργήσει. Απαραίτητες όμως προϋποθέσεις για να λειτουργήσει σωστά -οι οποίες εξασφαλίζονται εδώ-, είναι η ύπαρξη ενός πολύ συγκεκριμένου και συμπαγούς θεματικού πυρήνα με σαφείς δραματουργικούς στόχους, που διαφυλάσσουν τη συνοχή μεταξύ των μονολόγων και υπερ-αναπληρώνουν τον διάλογο και την έλλειψη συγκρουσιακού στοιχείου.
Τέλος, η χρήση ενός μοντέρνου, ποιητικού και αρκετά προσωπικού γλωσσικού ύφους, εκτός από την αισθητική απόλαυση, που εντόνως προκαλεί, καθιστά το εγχείρημα της επί σκηνής ερμηνείας του έργου μια μοναδική πρόκληση, που θα επικυρώσει το ταλέντο του ηθοποιού αλλά και τη δεξιοτεχνία του ίδιου του δραματουργού.
Κωνσταντίνα Κ. Ζηροπούλου
Αθήνα, Σεπτέμβριος 2015
Πρώτη δημοσίευση στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αναλόγιο 2015