Ο Γιώργος Ψάλτης απαντάει στο ερωτηματολόγιο του L

LITERATURE’S QUESTIONNAIRE

Περιγράψτε μας την εικόνα του εφηβικού δωματίου σας και βάλτε μας και το σχετικό soundtrack.
Είχε την αίσθηση περάσματος που συνέδεε το διάδρομο του σπιτιού με το μπαλκόνι που έβλεπε στον κήπο και στη μάντρα του διπλανού, στην Κηφισιά. Χαρακτηριστικό του δωματίου μου ήταν ότι δεν είχε ακέραιο τοίχο. Είχαν όλοι πόρτες, μπαλκονόπορτα, χτιστές ντουλάπες. Σταθερά άκουγα τότε το The Wall των Pink Floyd. Από ελληνικά, αδελφούς Κατσιμίχα, Γιάννη Γιοκαρίνη, Τζίμη Πανούση. Επίσης, Μάνο Χατζιδάκι, -“Στο Σείριο υπάρχουνε παιδιά”-, και Γιώργο Νταλάρα να τραγουδάει από Καλδάρα μέχρι latin. Η μουσική της εφηβείας μου σταματάει με το Ταξίδι των Φατμέ, με το στίχο: “Το μέτρο και το πάθος είναι η δικιά μου Ελλάδα”. Μετά, άρχισα να διαβάζω Μπουκόφσκι.

Αν παρομοιάζατε το έργο σας με ζωγραφική, ποιος ζωγράφος θα ήσασταν;
Δεν σκέφτομαι κάποιον ζωγράφο του οποίου το έργο προτείνει ίδια αντίληψη με το δικό μου.  Έχω την εντύπωση ότι αυτό ισχύει για όλους. Ακόμα και για εκείνους που και γράφουν και ζωγραφίζουν. Γνωστές περιπτώσεις, όπως αυτή του Νίκου Εγγονόπουλου. Μια σπουδάστρια της Καλών Τεχνών σάστισε πρόσφατα όταν της είπα ότι νόμιζε πως ήταν σπουδαίος ως ζωγράφος. Δεν είχε ιδέα περί Ντε Κίρικο. Ήξερε τον Εγγονόπουλο ως ποιητή.

Με ποιον λογοτεχνικό ήρωα θα θέλατε να έχετε ερωτική σχέση;
Με τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη. Πριν παντρευτεί. Στην εφηβεία μας. Μπας και καταλάβω σε σημερινά ελληνικά τι πάει να κάνει.

Ποια η ιδανική θερμοκρασία περιβάλλοντος (υπό σκιά η μέτρηση) για να διαβάζετε ή να γράφετε;
28 και λίγο να φυσάει. Έτσι έγραψα τις μισές σχεδόν “Παναγιές Ελένες”, στο Γύθειο και στο Πόρτο Ράφτη. Τις υπόλοιπες τις έγραψα στο Κέντρο της Αθήνας, με τα παράθυρα κλειστά λόγω της φασαρίας των αυτοκινήτων.

Υπάρχει κάτι ή κάποιος λόγος που θα σας έκανε να σταματήσετε το γράψιμο;
Να μη γράφω; Δεν νομίζω. Το δοκίμασα, δεν δουλεύει. Το χρειάζομαι, για να καταλαβαίνω όσα μου έχουν συμβεί και όσα μου συμβαίνουν. Στην παρουσίαση του βιβλίου μου “Παναγιές Ελένες”, τον Ιούλιο στο Polis, ο Γιώργος Κέντρος, ο Δημήτρης Λιγνάδης και ο Αγησίλαος Μικελάτος διάβασαν  ποιήματά μου. Ήταν οι δικές τους αναγνώσεις. Ακούγοντάς τες κατάλαβα πράγματα για τη ζωή μου που δεν σκεφτόμουν όταν τα έγραφα. Το χρειάζομαι αυτό, να ξαναδιαβάζω τα γραπτά μου.

Έχετε κλάψει ποτέ για ένα στίχο ή για μια φράση που διαβάσατε;
Θυμάμαι έντονα μία φορά σε ένα χωριό στα βουνά της Κρήτης, που μία ωραία γυναίκα γύρω στα εβδομήντα τραγουδούσε Ερωτόκριτο. Της έκανε μεγάλη εντύπωση που ήξερα τα λόγια κι ακόμα μεγαλύτερη ότι το έργο του Κορνάρου κυκλοφορούσε σε βιβλίο. Με επηρέασε νομίζω πολύ ο γνήσιος τρόπος της. Τη φαντάστηκα να τραγουδάει ιστορίες της Ωραίας Ελένης και μοιρολόγια για την Παναγία. Ε, έκλαψα. Για το χαμόγελο και για το βλέμμα της.

Ποια θα ήταν η πιο ακραία πράξη θυσίας που θα κάνατε για έναν άνθρωπο που αγαπάτε πολύ;
Να μην πω ποτέ σε αυτόν τον άνθρωπο πόσο τον αγαπώ. Αν ο έρωτας και ο θάνατος είναι τα δύο μεγάλα θέματα της λογοτεχνίας, ποιο είναι για σας το τρίτο κατά σειρά; Η ίδια η Λογοτεχνία. Το πως αντιμετωπίζουν οι συγγραφείς τα αδιέξοδα στη ζωή και άρα στο έργο τους.

Ποιο είναι το πιο υπερτιμημένο βιβλίο όλων των εποχών;
Η Πίπη η Φακιδομύτη, πολλά χρόνια τώρα, από όταν η αδελφή μου την προτιμούσε από τους Μυστικούς Επτά. Ακόμα μού φαίνεται αδιανόητο. Γιατί δε λέμε πάντα την αλήθεια; Άμα την ξέρουμε την λέμε. Και μας πιστεύουν.

Δημοσιεύτηκε στο Literature.gr στις 25 Αυγούστου 2014.