Κριτική της Ασημίνας Ξηρογιάννη για το “Εσένα” του Γ. Ψάλτη

Για το βιβλίο του Γιώργου Ψάλτη «Εσένα»

H απώλεια ή η απουσία προσώπου είναι ένα προσφιλές θέμα στην ποίηση. Δεν αναφέρομαι μόνο στον θάνατο, φυσικά. Η απώλεια μπορεί να πάρει πολλές μορφές, μπορεί να σημαίνει και την απώλεια του έρωτα, την απώλεια του αντικειμένου του έρωτα, η οποία λένε οι ειδικοί ότι μπορεί να προκαλέσει πόνο ισοδύναμο με αυτόν που προκαλεί ο θάνατος. Το θέμα είναι να εξετάζουμε κάθε φορά πώς ο καλλιτέχνης και εν προκειμένω ο ποιητής φιλτράρει το προσωπικό του βίωμα και πώς το πραγματεύεται. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Eίναι και το αν το αποτέλεσμα αφορά τον (σύγχρονο) αναγνώστη, αν του μιλάει, αν τον αγγίζει. Γιατί ο καθένας που δημιουργεί έχει το μικρό ή μεγάλο δράμα του, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πετυχαίνει πάντα να το μετουσιώσει σε τέχνη.

Κρατώ στα χέρια μου το νέο βιβλίο του Γιώργου Ψάλτη (Εσένα, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2017). Στην ουσία είναι μια εκτενής σύνθεση ερωτικής υφής. Για την άλλοτε αγαπημένη, για το πρόσωπο που εχάθη από την ζωή του άντρα που αναπολεί, πονάει, αγαπάει ακόμα, προσπαθεί να διαχειριστεί αυτήν την απώλεια. Η ιστορία ξεκινάει από έναν Απρίλιο, πολλαπλές εικόνες κατακλύζουν τον αναγνώστη, λέξεις κοινές, άμεσες, πρόστυχες, στα πλαίσια του οδοιπορικού μιας ερωτικής σχέσης που τελείωσε, αλλά συνεχίζει να υπάρχει μέσα στην καρδιά και στον μυαλό του δημιουργού και αναβιώνεται μέσω της ποίησης. «Λάμψη που πάντα θα έχει» ο εραστής-ποιητής είναι το κορίτσι αυτό που άφησε το στίγμα του! Και δεν είναι βέβαιο ότι θα ξεπεραστεί, ακόμα και ποίημα αν γίνει.

Εικόνες τολμηρές, λέξεις τολμηρές (βυζί/μαλάκας / παρτούζα, πουτάνα /κώλος/μουνί/άρχισε να με γλείφει) αλλά συνυπάρχουν μια χαρά με το τρυφερό «αγγέλι μου», κανένας εξωραϊσμός στα σημεία (και τι νόημα θα είχε;). Και γιατί να βάλει τη λέξη «καύλα» και όχι τη λέξη «επιθυμία», θα έλεγε ο δικηγόρος του διαβόλου. Γιατί η ελληνική γλώσσα είναι πλούσια σε λεπτές νοηματικές αποχρώσεις και, όπως και να το κάνεις, άλλο δηλώνεται με τη λέξη «καύλα» κι άλλο, παραπλήσιο με τη λέξη «επιθυμία». Άλλο το στυλ, άλλη η αίσθηση, άλλο το point. Kάτι ανάλογο συμβαίνει με τις λέξεις «μουνί» και αιδοίο». Ο Σεφέρης πρώτος έβαλε «αντιποιητικές» λέξεις στην ποίησή του, όπως τη λέξη «αυτοκίνητο» π.χ., σε μια συντηρητική εποχή, αλλά δεν χαντάκωσε καθόλου τη σύνθεσή του ως προς το αισθητικό αποτέλεσμα. Ο Ελύτης στο διαχρονικό ερωτικό Μονόγραμμά του επιλέγει μία-μία τις λέξεις, κινείται στα όρια μιας πνευματικότητας επειδή ανάλογης υφής είναι ο έρωτας για τον οποίο μας μιλάει. Όλα αυτά αναφέρονται για την ιστορία του πράγματος, δεν επιδιώκονται συγκρίσεις.

Λοιπόν, για να περάσω ξανά στο προκείμενο. Ο Ψάλτης ζει και δημιουργεί στο σήμερα. Ανάλογη οφείλει να ’ναι και η γλώσσα του. Η ποίησή του πρέπει να έχει (και έχει) βλέμμα στραμμένο προς τον σημερινό αναγνώστη. Αφηγείται ποιητικά έναν έρωτα-καψούρα. Μια «καύλα που γίνεται κραυγή», μια τεράστια λαχτάρα! Θα ακουγόταν τουλάχιστον γελοίος ή γραφικός αν μιλούσε σαν κομψευόμενος ή σαν λόγιος! Οπότε θεωρώ ότι νομιμοποιείται στις γλωσσικές του επιλογές, με το παρόν θέμα.

Της ίδρωνε ο πόθος τα μαλλιά

κι ήταν τα μάτια της κλειστά

κι ας έτρεμε κι ας με κοιτούσε.

Έχυνε ξανάχυνε

σπίτι μου το μουνί της

τέτοια ηδονή παρθενική

πρώτη φορά είχα νιώσει.

(σελ. 7)

 

[…]

 

Ο κώλος της λάμπει

είμαι σίγουρος

αν σηκώσω το πάπλωμα

ή πέπλο που είναι τυλιγμένη

(σελ. 9)

 

[…]

 

Κάτι ζητάνε πάλι οι γλάροι

τα υγρά της που μύριζα

είναι η καύλα της ψυχής μου

(σελ. 14)

 

[…]

 

Κι είν’ τα υγρά μας ωμή κραυγή

(σελ.20)

 

Ο ποιητής χάνει το μυαλό του, γίνεται νήπιος, τη ζει τη νεαρή γυναίκα ως ποίημα, δεν ξέρουμε για κείνη, για τον ίδιο μαθαίνουμε περισσότερα. Μέσα από το δικό του βλέμμα εκτυλίσσονται όλα. Κάνει και αναδρομές στο παιδί, τον έφηβο, τον άντρα. Σχολιάζει τη γυναίκα, την αγία, την πόρνη, τη μάνα. Υπάρχει η αίσθηση ενός βλέμματος στραμμένου στο «καθολικό». Με την έννοια ότι αυτή η σύνθεση αφορά τους ερωτευμένους όλων των αιώνων αναφορικά με τον τρόπο που δραματοποιείται η απώλεια, η απουσία, η απόρριψη.

Ακούει το σώμα της κοπέλας, αφουγκράζεται την ψυχή της, την θεωρεί κάτι πολύτιμο, αλλά και εύθραυστο συνάμα. (Κάθε γαμήσι είναι μια εγκατάλειψη./Γιατί ήθελε να τη γαμήσω; να τη μυρίσω ήθελα/να τη σφίξω στην αγκαλιά μου/ξέρω τον πόνο της /έχω τον ίδιο (σελ 13). Την οραματίζεται, την κατανοεί, σχολιάζει τη στάση της, την αποδέχεται, αλλά από την άλλη φαίνεται και μια απόσταση που τους χωρίζει. Εκείνος είναι «δεμένος» στο «πιπί/αιδοίο/μουνί», αλλά πιο πολύ στην αίσθηση του κοριτσιού που του κλέβει το μυαλό και την καρδιά. Ο ποιητής μπορεί να τα ’χει χαμένα, αλλά γράφει για κείνην. Η γραφή είναι όπλο, διέξοδος και λύτρωση μαζί. «Ερωτεύτηκα μια γυναίκα./προσπαθώ να το διαχειριστώ/» ευθαρσώς δηλώνει σε αυτόν που ρωτάει. Πονάει και γράφει, το ξέρει κι αυτή, που έχει τις λέξεις του και ξέρει τις σκέψεις του. Ένα κείμενο που μας δίνει τα κλειδιά για την ανάγνωσή του. Ένα κείμενο ρέον, φωτεινό, σύγχρονο. Ευτυχώς όχι βαρύγδουπο, ευτυχώς όχι «τραγικό». Από το «εσύ», στο «εγώ» και στο «αυτή». Χωρίς αυστηρή δομή. Με ελευθεριότητα, με παρρησία, ο Ψάλτης δείχνεται «ελεύθερος». («Ήταν αδύνατο να μην τη φιλήσω/όταν μύρισα το λαιμό της/πρώτη φορά πρώτο φιλί/το όλο στο σάλιο της/ο κόσμος η γλώσσα της/οι αισθήσεις τα χέρια της/ο ουρανός το δέρμα της/η αλήθεια μου όλη», σελ 35). Καθόλου δύσκολος ή περισπούδαστος. Καθόλου κρυπτικός ή υπαινικτικός. Φαίνεται να τον νοιάζει το «άχρονο παρόν» της απώλειας, του παράφορου έρωτα. Ή ακόμα το παρόν του ποιήματος που έχει επιλέξει να γράψει για το συγκεκριμένο κορίτσι και όχι για κάποιο άλλο. Έχει διαλέξει το θέμα της γραφής του εξαντλητικά και παλεύει με αυτό. Άραγε, θα το εγκλωβίσει το πρόσωπο; Θα το διασώσει με το ποίημα; Mπορεί να διασωθεί; Ή είναι μια παρηγοριά και μόνο ή τέχνη για να μην νιώθεται τόσο έντονα η πληγή;

Ο θυμός, ο πόνος, η απουσία, η νοσταλγία, αυτά είναι που στην ουσία γράφουν το ποίημα, τον οπλίζουν, με λέξεις. Το κορίτσι είναι το ποίημα. Αν δεν υπήρχε κορίτσι ούτε και ποίημα θα υπήρχε!

Θα προτιμούσα, ως αναγνώστης, ένα πιο μικρό, σε έκταση, χρονικό, ένα πιο συνοπτικό ποίημα-εξομολόγηση. Αλλά η απώλεια έχει διάρκεια, θέλει τον χρόνο της, καταλαμβάνει χρόνο στη ζωή του υποκειμένου και το κατευθύνει. Δεν είναι δακρύβρεχτο, και αυτό δεν είναι λίγο. Έχει ανταπόκριση με το σήμερα (για το αύριο μόνο ο χρόνος μπορεί να πει.) Είναι ζωντανό, άμεσο, ποίημα-αίσθημα που φωνάζει, ποίημα- μυαλό που αισθάνεται.

Ασημίνα Ξηρογιάννη

Δημοσιεύτηκε στο Φρέαρ στις 12 Απριλίου 2018