Παναγιές Ελένες, ΙΖ’

Όλα αυτά που έγιναν χώρεσαν στο ποτήρι
όπως ζωγραφίστηκε με θάλασσα και με ήλιους,
παραλείποντας τις σελήνες και τις ελιές —
που έμαθαν τα μπαρμπούνια από τα δίχτυα
επειδή αξημέρωτα απλώνονται σε βυθούς
γυμνούς από ανθρώπους και γλάρους.
Λυπάμαι. Η θέση μου αδυνατεί να πει
τον τρόπο άντλησης όσων τυχερά θα έρθουν
από ορίζοντες χαραγμένους στην ενιαία μνήμη
όλων εκείνων που προηγήθηκαν ξαφνικά
ενώ τα ρούχα τους στέγνωναν πλάι στο τζάκι.
Ευθύνομαι. Είδα τις ώρες της αργίας
να γίνονται στιγμές χωρίς στάλες ουσίας,
άκουσα τραγούδια που αγνοούν τον Φρόιντ,
μύρισα σώματα ενώ ζητούσαν αγκαλιά,
άγγιξα σκέψεις που ξεχώρισαν ως αφρός,
γεύτηκα πριν νιώσω τον πόνο του νεκρού,
σκύβω για όσα έκανα μαζί με άλλους.
Πικραίνομαι. Πίνω κρασί από ένα αμπέλι
που θα μπορούσε να είναι δικό μου,
το πληρώνω με τις ώρες εργασίας.
Ουρλιάζω. Οι σιωπές μου είναι κλεισμένες
σε τοίχους που θα σήμαιναν την ελευθερία.

Γιώργος Κ. Ψάλτης
από το βιβλίο “Παναγιές Ελένες”, Εκδόσεις Ίκαρος, 2014